Οἱ ἄνθρωποι καταδίκασαν τόν Θεό σέ θάνατο.
Ὁ Θεός, ὅμως, μέ τήν ἀνάστασή Του, «καταδικάζει» τούς ἀνθρώπους σέ ἀθανασία. Στά χτυπήματά τους ἀνταποδίδει ἀσπασμούς, στίς βλασφημίες εὐλογίες, στόν θάνατο ἀθανασία. Ποτέ δέν ἔδειξαν οἱ ἄνθρωποι τόσο μίσος πρός τόν Θεό, ὅσο ὅταν Τόν σταύρωσαν· καί ποτέ δέν ἔδειξε ὁ Θεός τόση ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους, ὅση ὅταν ἀναστήθηκε. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά κάνουν τόν Θεό θνητό, ἀλλά ὁ Θεός, μέ τήν ἀνάστασή Του, ἔκανε τούς ἀνθρώπους ἀθάνατους. Ἀναστήθηκε ὁ σταυρωμένος Θεός καί θανάτωσε τόν θάνατο. Ὁ θάνατος δέν ὑπάρχει πιά. Ἡ ἀθανασία πλημμύρισε τόν ἄνθρωπο καί ὅλους τούς κόσμους του. Μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου ἡ ἀνθρώπινη φύση ὁδηγήθηκε ὁριστικά στήν ὁδό τῆς ἀθανασίας κι ἔγινε φοβερή καί γιά τόν ἴδιο τόν θάνατο. Πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦταν φοβερός γιά τόν ἄνθρωπο· μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ἔγινε φοβερός γιά τόν θάνατο. (συνέχεια)
|